H ονομασία του Τρικόρφου οφείλεται στον ομώνυμο λόφο που βρίσκεται βορειοδυτικά του χωριού, δίπλα στον ποταμό Εύηνο και πάνω από το συνοικισμό Κυριτσέικα. Νοτιοδυτικά του χωριού διακρίνουμε το βουνό Μαυρόραχη ή Καλλιακούδα με υψόμετρο 361μ. Στο εν λόγω βουνό σκοτώθηκε ο οπλαρχηγός Λουκάς Καλλιακούδας το 1807 προς τιμήν του οποίου εδώθηκε το όνομα του. Βόρεια και ανατολικά συναντάμε την βουνοσειρά Λιθαρόσυρμα, παλιά κρυψώνα κλεφταρματολών. Ανατολικά συναντάμε την περιοχή Φράγκα ή Παλιόφραγκα και σύμφωνα με πληροφορίες, το 17ο αιώνα υπήρχε χωριό Φράγκα όπου σήμερα βρίσκεται ερειπωμένη η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Η τοποθεσία Φράγκα ή Παλιόφραγκα σημειώνεται σε ναυτικό χάρτη του Κόλπου Πατρών του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού του 1934.
Στην αρχαιότητα στην ευρύτερη περιοχή κατοικούσαν διάφορα φύλα, όπως οι Αιτωλοί, οι Αποδωτοί, οι Ευρυτάνες και οι Οφιονείς. Λίγα τα αρχαιολογικά ευρήματα αλλά πολλές οι θέσεις που βρέθηκαν. Πανάρχαια μονοπάτια συνέδεαν τους οικισμούς τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλες ελληνικές περιοχές. Το χάλκινο αγαλματίδιο του Δία, τα ιαματικά νερά, τα κτερίσματα της κλασσικής περιόδου και άλλα ευρήματα αποκαλύπτουν τους αρχαίους τόπους λατρείας.
Ο Εύηνος ή Φίδαρης, ένα από τα θρυλικά ποτάμια της Αιτωλοακαρνανίας, έγινε γνωστός από την Μυθολογία, για το πέρασμα του Ηρακλή και τον Κένταυρο Νέσσο και πήρε το όνομα του από τον βασιλιά Εύηνο που πνίγηκε στα νερά του.
Πιο ειδικά ο Ηρακλής μετά την επίθεση που δέχτηκε απ’ τους κενταύρους στην Αρκαδία, τους απώθησε και τους εκτόξευσε σε διάφορα σημεία. Ένας από αυτούς, ο Κένταυρος Νέσσος εγκαταστάθηκε ως περατάρης στον Εύηνο ποταμό. Δηλαδή περνούσε τους διαβάτες δια μέσου του ποταμού με αμοιβή. Όταν όμως, ο μυθικός Ηρακλής, αναχώρησε για την Φθιώτιδα με τη Δηιάνειρα, τη γυναίκα του, και τον μικρό γιο του, τον Ύλο, χρειάστηκε να περάσει τον Εύηνο ποταμό. Εκεί συνάντησε τον περατάρη Κένταυρο. Ο Ηρακλής πέρασε πρώτος στην πλάτη του Νέσσου κι όταν μετά πήγε να περάσει και η Δηιάνειρα, την ζήλεψε ο Νέσσος και θέλησε να τη βιάσει. Αυτή φώναξε, και ο Ηρακλής με τόξο χτύπησε θανάσιμα τον Κένταυρο. Ο Νέσσος όμως πριν ξεψυχήσει, της έδωσε φίλτρο από το αίμα του (δηλητήριο), να το χρησιμοποιήσει η γυναίκα, σαν ο Ηρακλής κάποτε την απατούσε. Αυτό το δηλητήριο, η Δηιάνειρα το έβαλε στον χιτώνα του Ηρακλή όταν αυτός κοίταξε άλλη γυναίκα και ήταν η αιτία, μετά από αβάσταχτους πόνους, να ζητήσει το θάνατο του πάνω στη φωτιά. Έπειτα ένα σύννεφο τον μετέφερε στον Όλυμπο μαζί με τους θεούς. Ο Ηρακλής τότε έγινε ο ημίθεος ήρωας που όλοι γνωρίζουμε.
Τον 18ο αιώνα, η περιοχή Κονταρά άνηκε σε κάποιον, που έφερε αυτό το όνομα, ήταν κτήμα του δηλαδή, στην εποχή της Τουρκοκρατίας. (Κονταράς: απ’ το κοντάρι, ψηλός και λεπτός). Πριν το 1819 το κτήμα αυτό, περίπου 1800 στρέμματα, το αγόρασε ο Ηγούμενος Δαμιανός του Μοναστηρίου “Άγιος Δημήτριος Κρυονερίων„ δίνοντας 5000 γρόσια στον Κονταρά, όπου το 1819 έκτισε την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου σ’ αυτό εδώ το σημείο, που υπάρχει σήμερα.
Αυτό αναφέρεται σε σιγίλιο (έγγραφο) του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1819, που βεβαιώνεται το κτίσιμο της εκκλησίας από τον Ηγούμενο Δαμιανό. Στη συνέχεια η περιοχή Κονταρά οργανώθηκε σε Μετόχι με καλογέρους, που άνηκε στον Άγιο Δημήτριο Κρυονερίων. Το 1824, μέσα στην επανάσταση, οι πρόκριτοι της περιοχής με επιστολή τους καταγγέλλουν τις αυθαιρεσίες του οπλαρχηγού Ανδρέα Ζαγκανά, που ήταν καπετάνιος στο Βενέτικο.
Χαρακτηριστικά γράφει η επιστολή: «……..καθώς έκαμε τον καλόγερο του Δαμιανού του Ηγουμένου εις του Κονταρά, το καλαμπόκι του το ζάπωσε, το κρασί του το ρεμπέλεψε, το βιός του καλογέρου του το πήρε και το βιός του το έχει….». Το 1824 λοιπόν υπήρχε το Μοναστήρι. Στο κατάστιχο του 1830 περιέχεται η καταγραφή της περιουσίας του Μοναστηριού:
- 100 στρέμματα καλλιεργημένη έκταση πεδιορεινή (γύρω απ’ το Μοναστήρι)
- 1 Μύλος
- 1 Λιβάδι ορεινό (το Λιβάδι στην Καλαφρούζα)
Το 1824 το κτήμα, του Μοναστηριού πλέον, είχε τα εξής όρια:
- ‘Α αμέραγο λιβάδι και Αγία Τριάδα (περιοχή Καλαβρούζας)
- ΄Δ Εύηνος
- ΄Β η Βλαχομάνδρα (περιοχή Βλαχομάνδρας)
- ΄Ν το Μπεζαΐτικο (Μπεζαϊντές – Τρίκορφο – περιοχή Τρικόρφου).
Κι όταν το Μοναστήρι (εποχή βαυαροκρατίας) έσβησε, τελείωσε, στην περιοχή κατέβαιναν Λομποτιανοί τσοπάνηδες για ξεχείμασμα, που φρόντιζαν και την εκκλησία του Αϊ Γιώργη.
Γύρω το 1920 οι Λομποτιανοί ξωμάχοι φαίνεται ότι ανακαίνισαν την εκκλησία, η οποία το 1975 κατέπεσε από το μεγάλο σεισμό που έγινε στην περιοχή.
Το 1976 κτίστηκε από τους Τσουκαλαίους το μικρό εκκλησάκι, που υπάρχει σήμερα και που το 2011 ανακαινίσθηκε και πάλι, για να συνεχίσει να υπάρχει και να μας φέρνει κοντά του κάθε χρόνο αυτή την εποχή.
Το 1992 για να απομακρυνθεί ο κίνδυνος λειψυδρίας για την Αθήνα, ξεκίνησε το έργο εκτροπής του Εύηνου ποταμού. Μετά την ολοκλήρωση του φράγματος του Ευήνου, τα νερά των Βαρδουσίων συγκεντρώνονται στη τεχνητή λίμνη των 3,5 χιλιάδων στρεμμάτων της κοιλάδας του Αγ. Δημητρίου, την Ευηνολίμνη. Η κατασκευασθείσα σήραγγα μεταφέρει το νερό (το 25% των νερών του Ευήνου) στο Μόρνο για να φθάσει στην Αττική.
Η περιοχή του Ευήνου προσέφερε άριστες δυνατότητες εκμετάλλευσης δια μέσου των αιώνων και στο διάβα της Ιστορίας. Από το Βυζάντιο έως την μετέπειτα τουρκοκρατία και από τον Β’ Παγκόσμιο έως και σήμερα είναι ξακουστοί οι νερόμυλοι που δούλευαν ασταμάτητα για την παραγωγή τόσο δημητριακών και σιτηρών όσο και των υλικών, νίτρο και θειάφι, για το μπαρούτι σε καιρό πολέμου. Η σημαντικότητα του ποταμού φαίνεται από το γεγονός ότι μόνο με το νερό του Ευήνου μπορεί εύκολα να καταμετρήσει κάποιος πάνω από 100 θέσεις όπου λειτουργούσαν μύλοι και νεροτριβές αλλά και μαντάνια, λιοτρίβια, τροχοί, νεροπρίονα, βυρσοδεψεία κλπ. Σήμερα στην περιοχή είναι σε λειτουργία μόνο ένας νερόμυλος.
Στις μέρες μας η Ευηνολίμνη, το νέο αυτό οικοσύστημα, δίνει σημαντική ώθηση για την εναλλακτική οικοανάπτυξη της ορεινής περιοχής δημιουργώντας νέες δραστηριότητες και νέες απασχολήσεις συμπληρωματικές στις παραδοσιακές γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και ασχολίες του τοπικού πληθυσμού. Το νέο αυτό τεχνικό οικοσύστημα, στη θέση Αγ. Δημήτριος συμπληρώνει την σημερινή γενική εικόνα για τον Εύηνο ποταμό.
Τα ξωκλήσια, η πληθώρα των Μοναστηριών αλλά και άλλων Παλαιοχριστιανικών, Βυζαντινών και μετα-Βυζαντινών μνημείων και σπηλαίων ασκηταριών που βρίσκονται στις περιοχές γύρω από τον Εύηνο και τους παραποτάμους του προβάλλουν την ιερότητα του τοπίου. Αυτή η ιερότητα εμπνέει τον επισκέπτη & του «επιβάλλει» την υιοθέτηση ενός διαφορετικού κώδικα συμπεριφοράς.